- σκάρος
- (scarus). Γένος φαρυγγόγναθων ψαριών της οικογένειας των Σκαριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μέτριου μεγέθους, με σώμα συμπιεσμένο στα πλάγια. Τα δόντια τους είναι κολλημένα στα σαγόνια τους, τα οποία δίνουν την εντύπωση ράμφους. Στο χαρακτηριστικό αυτό και στο ζωηρό χρωματισμό τους, οφείλουν την κοινή ονομασία τους παπαγάλοι της θάλασσας. Τα ψάρια του γένους σ. ζουν κυρίως στον Ατλαντικό και κατατάσσονται σε 10 είδη. Στις ελληνικές θάλασσες ζει ο σ. ο κρητικός, που έχει 45 εκατ. μήκος και τρέφεται με φυτικές ουσίες τις οποίες μάλιστα μηρυκάζει. Οι κρητικοί σ. ήταν περιζήτητοι στην αρχαία Ρώμη, όπου τους τρέφανε σε ενυδρεία. Γενικά οι σ. έχουν εύγευστη σάρκα και είναι, ίσως, το μόνο ψάρι, κατάλληλο κυρίως για ψήσιμό στα κάρβουνα ή τη σκάρα, που ψήνεται χωρίς να του αφαιρεθούν τα εντόσθια, που είναι ιδιαίτερα εύγευστα.
* * *(I)ο, ΝΑζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sparisonea (Euscarus) cretense, που χαρακτηρίζεται από μεγάλα στρογγυλωτά λέπια και μικρό σφιχτόκλειστο στόμα σαν ράμφος πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- τού σκαίρω «χοροπηδώ, πηδώ». Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τών ζωηρών κινήσεων που κάνει].————————(II)ο, Ν [σκαρίζω]η έξοδος ποιμνίου σε βοσκή, κυρίως τη νύχτα, καθώς και η κατάλληλη για βοσκή ώρα και η ίδια η βοσκή («και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάει αυτός στο σκάρο», Κρυστ.).————————(III)-ους, τὸ, Ατο πήδημα, ο σκαρθμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. σκαρ- τού σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.